πλακίδιο

πλακίδιο
το, Ν
1. (με υποκορ. σημ.) μικρή πλάκα
2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα με σχήμα πλατύ τετράγωνο ή ημισφαιρικό
3. φρ. α) «πλακίδιο λ/2»
(ορυκτ.) πλακίδιο από κρυσταλλικό υλικό, το οποίο προκαλεί μεταξύ τών δύο συνιστωσών τού πολωμένου φωτός, δηλαδή τής τακτικής και έκτακτης ακτίνας, διαφορά φάσης ίση με το μισό τού μήκους κύματος
β) «πλακίδιο λ/4»
(οπτ.) πλακίδιο από διπλοθλαστικό κρύσταλλο με τέτοια πυκνότητα, ώστε όταν περνούν διά μέσου αυτού δύο πολωμένα κύματα με επίπεδα πόλωσης κάθετα μεταξύ τους, το ένα να καθυστερεί κατά το 1/4 τού μήκους κύματος σε σχέση με το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα. Η λ., στον πληθ. πλακίδια, μαρτυρείται από το 1883 στον Α. Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη …   Dictionary of Greek

  • καβαλάρης — ο (Μ καβαλάρης και καβελάρης και καβαλάριος) αυτός που κάθεται πάνω σε υποζύγιο, κυρίως σε άλογο, ο έφιππος, ο αναβάτης, ο ιππέας νεοελλ. 1. (στα έγχορδα όργανα) ξύλινο όρθιο πλακίδιο, πάνω στο οποίο τεντώνονται οι χορδές, κν. μαγάς 2. το… …   Dictionary of Greek

  • καβαλέτο — το 1. ξύλινο συνήθως στήριγμα, ρυθμιζόμενου ύψους, πάνω στο οποίο τοποθετούνται οι ζωγραφικοί πίνακες κατά τη φιλοτέχνησή τους ή στις εκθέσεις ζωγραφικής, ο ακρίβας 2. τεχνολ. ικρίωμα ή κατασκευή που χρησιμεύει για τη στήριξη αντικειμένων προς… …   Dictionary of Greek

  • καλυπτρίδα — η (υποκορ. τού καλύπτρα) 1. μικρή καλύπτρα 2. (μικρβλ.) λεπτότατο γυάλινο πλακίδιο με το οποίο καλύπτεται το παρασκεύασμα στην αντικειμενοφόρο πλάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύπτρα (< καλύπτω) + υποκορ. κατάλ. ίδα (πρβλ. αλυσ ίδα). Ως επιστημονικός… …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α …   Dictionary of Greek

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”